|
бессовестный (лёгкий упрёк); βρέ ~ε, γιατί δέν έρχεσαι νά μας βλέπεις! — [phrase]ты что же, бессовестный, не приходишь нас навестить![/phrase]; === τόν ~ο, μπόι πού τώ κανε! — [phrase]как он вырос![/phrase]; βρέ τήν ~η ομορφιές πού τίς έχει! — [phrase]смотри какая она красавица![/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бессовестный? — αφιλοτίμητος как с (ново)греческого переводится слово αφιλοτίμητος? — бессовестный — καθεστηκυία — αυτοσχέδια — αρέσκω — πολυφωνικός — κουσέλι — βασιλομήτωρ — προάγγελος — μελίτωση — ταξινομία — ετερόρρυθμος — γαρίδα — εκπωμάτωση — αναδόμηση — ακρωνυχία — λίχνος — όχλος — βυζί — μαργιολεύω — παράφραση — γαστρονόμος — υψηλόβαθμος |
|||