|
ο посредник при займе #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово посредник при займе? — δανειομεσίτης как с (ново)греческого переводится слово δανειομεσίτης? — посредник при займе — ξεθάψιμο — ξεμολογιούμαι — υπερύψηλος — αγορασμένος — πιστωτής — βρογχοσκοπία — αποδουλώνω — αμμουδόπετρα — αμνησικακία — αζωογόνητος — γαυρωμένος — ροιά — παντρεύομαι — γνώμη — διεκπεραιώτρια — εκπορήνιση — περικάρπιο — τσιγαρισμένος — ισκιάζω — γαλβανιζέ — βοσκώ |
|||