|
(αόρ. συνεισέφερα) 1) вносить (долю, взнос); 2) оказывать (помощь, содействие); ~ τήν υποστήριξιν — оказывать поддержку #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вносить? — συνεισφέρω как на (ново)греческом будет слово оказывать? — συνεισφέρω как с (ново)греческого переводится слово συνεισφέρω? — вносить, оказывать — αναπλάττω — δαιμονόπαιδο — παθολογικός — κυάνιο — χρηματοκιβώτιο — δίκαυλος — επιχείρηση — αχρύσωτος — τομή — αμανίκωτος — κύπριος — δραγομάνος — αρχοντόπουλος — αναχωρητικός — αιματοπυόρροια — πλέγω — υστερικός — θερμοσίφωνο — ανακρέμασμα — πόστα — αφρόγαλο |
|||