|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βενζινοπώλισσα? — — αποσιγάζω — αθλητικός — βελάζω — κινησιογραφία — τρελλαίνομαι — συντομογραφικώς — χέλι — μπουγάτσα — ευκαρυωτικό — βούρα — τσαχπίνα — τετρα- — γεράνιος — αυτοβιογραφικός — δαμαλάκι — στάνταρ — χαλκόκοττα — παιδαγωγώ — αντέχομαι — τουμπάρω — απηλογιέμαι |
|||