|
не обедавший, ничего не евший #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово не обедавший? — αγεμάτιστος как на (ново)греческом будет слово ничего не евший? — αγεμάτιστος как с (ново)греческого переводится слово αγεμάτιστος? — не обедавший, ничего не евший — σιάση — ακαροειδής — αποτσιπωσύνη — υπερκέραση — πρωταγωνιστώ — χυδαιολογία — ζαφύρι — αποφυλάκιση — εξέλιξη — λαγαρός — ακόμα — ανεμοσκόρπιστος — αντίσκομμα — αρέζω — διώκτης — καψοκαλύβας — λεπταίνω — κρασόνερο — κιτρινόμαυρος — αλλοιθώρισμα — προσήλυτος |
|||