|
ο ванна; баня; αυτό τό σπίτι είναι ~ — а) [phrase]этот дом очень тёплый;[/phrase] б) [phrase]в этом доме как в бане[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ванна? — λουτρός как на (ново)греческом будет слово баня? — λουτρός как с (ново)греческого переводится слово λουτρός? — ванна, баня — σουφλέ — σουλατσάρω — μέριμνα — φαλκιδεύω — αδόκητος — ρήον — καμπανάκι — εγκαλεστής — ερασιτέχνισσα — συναρπαγή — αντικάμαρα — ρατσιστικός — αρχαιοδίφης — αμφιθάλασσος — ασπαραγγιά — εριουργία — λιμεναρχώ — σταδιομετρία — ανασύσταση — κλειδαριά — υβριστής |
|||