|
, βάθια τά мн.ч. от βάθος #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βάθητα? — — ιχθυοπανίς — βούκκα — διατυμπανισμός — ουρανός — χαλβατζήδικο — ψιλοστόμαχος — ολεσήνωρ — διάνθισμο — παραζαλίζω — πελεκάω — αλευροπρατήριο — τριακονταετηρίδα — φλεγματικός — υδροδυναμικά — καρεκλάδικο — ψυχοθεραπευτικός — σκαφτός — ξεσέρνω — αλάτισμα — άμοιαστος — σκαλτσούνι |
|||