|
разный, разрозненный; непарный; ~α παπούτσια — непарные ботинки #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово разный? — αντιλογήτικος как на (ново)греческом будет слово разрозненный? — αντιλογήτικος как на (ново)греческом будет слово непарный? — αντιλογήτικος как с (ново)греческого переводится слово αντιλογήτικος? — разный, разрозненный, непарный — γκριζούλης — ηλεκτροφόρος — σωβινιστικός — κουρσευτής — αδιαβροχοποιούμαι — απόζουμο — πρυμνοδέτηση — πρασίνισμα — συνειρμός — εξακοσιοστός — κιβδηλεία — καβουρίνα — ιστιοσανίδα — διατηρήσιμος — πυοδερμία — γιαγλίδικος — ανοπλώρισμα — ακανθόχοιρος — σαρκώνω — χαβάγια — ηγουμενείο |
|||