|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово χηνίσιος? — — αλιοτρίβητος — επιδημητικός — τσάντζαλα — ψαλιδιά — τρικυμίζω — καμουτσίκι — αιτιολογημένος — αδελφώνω — λασπουριά — περιδρομόχορτο — ξεμπροστιάζω — συντάξιμος — ξυγκοκέρι — ιταλικός — δίκιο — νέμω — λογοφέρνω — νυχτερινός — άχνισμα — πολφικός — αγκιστρο |
|||