Новогреческий словарь
αποκαρδιωμένος
αποκαρδιωμένος
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
αποκαρδιωμένος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
μηλομαχία
—
πτόλεμος
—
δραματογράφος
—
εφημερεύω
—
νερώνω
—
χρωματοπωλείο
—
έκτρωση
—
αγροίκος
—
ανασκαλεύω
—
καούρα
—
διαμηχανώμαι
—
ψυχοχειρουργική
—
αμνός
—
γερο-
—
τεχνουργείο
—
ρυπαντής
—
σαλπιχτής
—
ενεχυροδανειστής
—
υδροθεραπευτικά
—
πεσσιμίστρια
—
τερεβινθέλαιο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве