|
το лек (денежная единица Албании) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лек? — λέκ как с (ново)греческого переводится слово λέκ? — лек — θολερός — βρεχτούρα — σκανιάζομαι — γιάτσο — πάσσαρα — κορφάδα — φυσιογνωμία — λαφροχαϊδεύω — μετακομίζομαι — ενσωμάτωση — ζαβλόκωμα — Γεννάρης — αναγνώρνμος — λιχούδης — αρχέτυπος — φιλοκατήγορος — κακοκοιμάμαι — σκευοφόρος — πικές — εκχωμάτωση — μίασμα |
|||