Новогреческий словарь
κρεβατωμένος
κρεβατωμέν|ος
лежачий больной
;
είμαι ~ — лежать в постели (о больном)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
лежачий больной
? —
κρεβατωμένος
как с
(ново)греческого
переводится слово
κρεβατωμένος
? — лежачий больной
#
(ново)греческий словарь
—
μαλακώνω
—
φορτηγό
—
καπνοπώλης
—
ωρίμασμα
—
φαγουρίζω
—
σφίξιμο
—
παροικώ
—
γεροντόσπορος
—
μερίδιο
—
υδροκινητήρας
—
φιλεοσπλαγχνία
—
αμεριμνομέριμνος
—
μεγαλοποιούμαι
—
ακανθίς
—
γεωλογικός
—
φαρσώνω
—
ανηθικότητα
—
ανεπάντεχος
—
υποψήφιος
—
μούσα
—
βακχευτής
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,