έθαψα

формы словаβ
έθαψα
αόρ. от θάπτω



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово έθαψα? —


πατρωνεύωἧσσονζενγαρωτάακαταβύθιστοςδυσκοινώνητοςστρατιάδαφνοστεφάνωτοςπαραμόνιμοςκυτόσωμογουβόςαπειθάρχητοςεπανετέθηνσαλόΠαναμέζαλαμπαδοστάτηςδερματέμποροςσυνεισήγησηαπόξεσηχερούλιικτερώδηςβοτυλίασμός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit