Новогреческий словарь
έθαψα
έθαψα
αόρ. от θάπτω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
έθαψα
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ροκοκό
—
διαγογγυσμός
—
γατί
—
γλυκόκαρδος
—
εκφεύγω
—
μανταρινιά
—
βραγχιοειδής
—
βιβλιοδετική
—
ικανός
—
κύριος
—
αδρανώ
—
συγκεχυμένα
—
περιμένω
—
ακεφα
—
αρμενοβέλονο
—
αναπολώ
—
ξεπουπουλλιάζω
—
πάρεργο
—
χαλιναγωγώ
—
επαναδιπλώ
—
βεζικάντι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве