|
αόρ. от θάπτω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово έθαψα? — — πατρωνεύω — ἧσσον — ζενγαρωτά — ακαταβύθιστος — δυσκοινώνητος — στρατιά — δαφνοστεφάνωτος — παραμόνιμος — κυτόσωμο — γουβός — απειθάρχητος — επανετέθην — σαλό — Παναμέζα — λαμπαδοστάτης — δερματέμπορος — συνεισήγηση — απόξεση — χερούλι — ικτερώδης — βοτυλίασμός |
|||