|
παθ. αόρ. от. χαλνώ #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово χαλάστηκα? — — απολεσθέντα — νιάνιαρο — δέω — μουγκοφυσάω — πρωτοπαθής — λιγοψυχάω — ευνοώ — σοκακόπαιδο — γράμμα — γοερότητα — κρημνοβάτης — σπαθόλαμα — λαμποκοπώ — δόσια — εισποιούμαι — αναδίδω — βαρύτιμος — μυρτέλαιον — αφρομανώ — τοκοχρεωλύσιο — θέατρο |
|||