|
взявшись за руки; πηγαίνουμε ~ — идти(__,__) взявшись за руки #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово взявшись за руки? — χεράτο как с (ново)греческого переводится слово χεράτο? — взявшись за руки — λαβυρινθικός — γκροτέσκο — βολτετζάρω — καρτερία — πυελοκυστίτιδα — ψευδοκαρίνα — πτερύγωμα — σθένος — βρικέτα — καταή — τάνάποδα — ρουθούνισμα — γιουγκοσλαβικός — μακρυχέρης — αντισταθμιστικά — χρωστάω — περί — υστεραλγία — μεσόστρατο — εξαγορά — φυλλοβολία |
|||