Новогреческий словарь
κιμωλία
κιμωλία
η
мел
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
мел
? —
κιμωλία
как с
(ново)греческого
переводится слово
κιμωλία
? — мел
#
(ново)греческий словарь
—
αναρρουφητό
—
διασκεπτικός
—
ηθώ
—
μεταγένεσις
—
ιούρτη
—
θυμοειδές
—
λιόλαδο
—
καταβίβαση
—
μεγαθύμως
—
επταετής
—
κοντόχρονα
—
ουμανιστής
—
οθόνη αφής
—
απισχναίνομαι
—
επικρατών
—
νανισμός
—
αδειπνος
—
ανάπηρος
—
ζαβάγρα
—
αρνοκοπή
—
ξανακτίζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве