Новогреческий словарь
μονοφάγος
μονοφάγ|ος
кушающий раз в день
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
кушающий раз в день
? —
μονοφάγος
как с
(ново)греческого
переводится слово
μονοφάγος
? — кушающий раз в день
#
(ново)греческий словарь
—
υπερσιτίζω
—
θηλαστικό
—
μαγιόλικα
—
χαρτοδεσία
—
ανυδρία
—
αυτοδοκιμασία
—
βαθρακοταντανίζομαι
—
υπέρβαση
—
γρηγορεύομαι
—
αναφτεριάζω
—
ανεπίδοτος
—
αυτοκαταγγέλλομαι
—
τεκτονική
—
συρματόπλεγμα
—
αποναρκώνω
—
κακόμορφος
—
ανατροφοδοτώ
—
δαφνόλαδο
—
κεραία
—
ιταμότητα
—
συγκρητισμός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве