|
несмоченный, сухой #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово несмоченный? — άβρεκτος как на (ново)греческом будет слово сухой? — άβρεκτος как с (ново)греческого переводится слово άβρεκτος? — несмоченный, сухой — αναληπτέος — πρωτομαρτιάτικος — καλοθελήτρα — βαφιάς — αργύρωμα — ρήξη — αβδελλωκόκκαλο — σχοινοτενώς — μοναχογιός — αδιάταχτος — χυδαιότητα — χεροδύναμος — αφιλόξενος — δυσφήμηση — κενοδοξία — ταξάκι — επηρεασμένος — εστεμμένος — τετράδιο — μπάμπαλο — πρόοψις |
|||