Новогреческий словарь
πατριωτικός
πατριωτικός
патриотический
;
ο Μεγάλος Πατριωτικός πόλεμος — Великая Отечественная война
~ή πράξη — патриотический поступок
;
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
патриотический
? —
πατριωτικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
πατριωτικός
? — патриотический
#
(ново)греческий словарь
—
ανδρίζομαι
—
βρισκούμενο
—
παραιτούμαι
—
γλαδίολο
—
θυμοσοφία
—
αμμοδιυλιστήριο
—
γραπατσώνω
—
απλήγωτος
—
δυσανασχετώ
—
άναρθρα
—
ξέχασμα
—
συσφίγγω
—
ζαμπούκος
—
μαροκίνο
—
βερμπαλίστρια
—
οποίος
—
προμελετημένος
—
γοργοθάνατος
—
επουρίζω
—
χαροκοπώ
—
δευτεροβάθμιος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве