|
το кальсоны #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кальсоны? — εσώβρακο как с (ново)греческого переводится слово εσώβρακο? — кальсоны — μακροσκοπία — σκυτοτόμος — λουκέτο — έβενος — ζούδιο — κοτύλη — ανοπλώρισμα — αφορία — ξεμυτώ — διηγηματικά — διάπλους — αλλοκοτιά — βαρυστενάζω — υπερήμερος — γαϊδουρίσιος — λουμίνι — αναντάλλαχτος — Κυριακοδρόμιο — κρυφοκυττάζω — άχου — ερημοδικία |
|||