|
переполнять; === ~ώθη τό ποτήριον — [phrase]чаша терпения переполнена[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово переполнять? — υπερπληρώ как с (ново)греческого переводится слово υπερπληρώ? — переполнять — πταισματοδικείο — προβλεπτικός — βλάβη — νευροψυχολόγος — τρύπανο — Μαυρίδης — τσουλάκι — γκρί — τοξίνη — υπνολάλος — αντίκρια — καρφί — δράγα — ευμεταχείριστος — εξαρχαΐζω — καλαμώνω — ακροκέραμος — διφθέρινος — βροδυλαλία — ατρακτοειδής — αυλακίζω |
|||