|
поддающийся сжижению (о газах) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово поддающийся сжижению? — υγροποιήσιμος как с (ново)греческого переводится слово υγροποιήσιμος? — поддающийся сжижению — μαστάρι — σχοινί — ξελαφρωμένος — εβδομηκονταετηρίδα — ξινογαλάς — κεί — γαργάλητό — ταμίευμα — συσσωματικός — όρος — ωφέλιμο — παραπροϊόντα — προσλαμβάνομαι — γερός — γουρσουζεύω — καλλιεργώ — εξευτελίζω — κοινωνώ — ματσουκιά — τσούρα — αργυρούχος |
|||