|
το письмовник (уст.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово письмовник? — επιστολάριον как с (ново)греческого переводится слово επιστολάριον? — письмовник — ανεύρυσμός — δέσποτας — διαδοχή — υπερθερμασία — λιπόψυχος — εράνισμα — πυροτεχνικός — πνευμονογράφημα — αναπνευστήρας — εθνικοσοσιαλισμός — ξιπασιάρης — υποβλητός — αμίμητα — λίκνισμα — ριπαίος — γλυφούτσικος — μούχτι — μεσοχείμωνα — λεπτό — αναπόδιασμα — οδογέφυρα |
|||