|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово υψομετρικά? — — αντιπερισπώ — προπέμπω — ανεπιβεβαίωτος — ρωμαϊστί — παραπαίρνομαι — φιδιασμένος — υποτονικός — αγιαστής — στραβοκάνης — τάχα — δρομολογώ — ελαιοπωλείον — ξαναφούντωμα — ερεβώδης — μιασματικότητα — παράτυπος — βιομηχανία — χαρίζω — γνωριστικός — εύπλαστος — υπερδομή |
|||