|
более близкий; στό ~ο χρονικό διάστημα — в ближайшее время #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово более близкий? — πλησιέστερος как с (ново)греческого переводится слово πλησιέστερος? — более близкий — σταύλισμα — γραίγος — καψάθρα — μπερδεμός — θρίξ — βιολοντσελλίστας — ολόγυμνος — βρυχάζω — υπερορία — γενολόγι — υλιστικός — πολλαπλός — αναλογούν — εξαντλημένος — νοερά — αποτρίβομαι — πατσός — σιάση — μπατίρω — τελίτσες — υπερεθνικός |
|||