|
το автоклав #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово автоклав? — αυτόκαυστο как с (ново)греческого переводится слово αυτόκαυστο? — автоклав — μεταβολισμός — υποφώσκω — εκρηξιγενής — προασφάλιση — αδιαμέλιστος — καλοκαιριάζει — πλέξη — τυφεκισμός — γεννητούρια — φιλεδάκι — έπαυλη — υδροφόιλ — συνεισφέρω — αυτοδιέγερση — κεντριστής — νάνος — έφορος — μπούστος — διπλωματικός — ματαιολογία — ανήλιαστος |
|||