|
η парик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово парик? — περούκα как с (ново)греческого переводится слово περούκα? — парик — ποθούμενο — πατρωνυμικό — παθητικότητα — κορδώνομαι — στιγμιογράφηση — αμεριμνώ — γαιοπρόσοδος — δεκαεπτά — ταχύς — απολιχνίδι — τηλεχειριστήριο — ρίνιση — επιβοηθητικός — αντίρευμα — γούμενα — παλιοπατσαβούρα — βραδυπλοώ — εμαγιέ — ψαρομάλλα — στενοχωρημένος — φύλλωσιά |
|||