|
η 1) несгибаемость; 2) непреклонность #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово несгибаемость? — δυσκαμψία как на (ново)греческом будет слово непреклонность? — δυσκαμψία как с (ново)греческого переводится слово δυσκαμψία? — несгибаемость, непреклонность — συστρέφω — πενταετηρίδα — διπλότυπος — αποκοιμιστικώς — βολτούλα — αναχωρητικός — συμπιεστικός — χαλκογραφώ — βραδύνω — μπλόφα — γλυκοσαλιάζω — γνωριζάμενος — μεσόροφος — πέρκνα — νοοτροπία — φακελοποιία — σοβώ — μελισσοκόφινο — αντίζερβα — απανωταριά — χριστόπιττα |
|||