|
физ. поляризовать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово поляризовать? — πολώνω как с (ново)греческого переводится слово πολώνω? — поляризовать — αδελφοκτόνος — βελάδα — σπερματόφυλλο — καφεδάκι — ακουστικά — αλληλοπάθεια — μοσχοκαρύα — αγριομολόχα — ακρώμιον — σύννομος — τετραξονικός — σιωπηρός — ακριβαίνω — αμούχλιαστος — χαμήλωμα — δροσερός — ανήμερος — φαντασιόπληκτος — γεραρός — πολυτεχνίτης — αδιευκρίνιστος |
|||