|
лежать под паром #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лежать под паром? — χερσώνομαι как с (ново)греческого переводится слово χερσώνομαι? — лежать под паром — αλαργάρω — κόλπος — δίφυλλος — φαλιρημένος — ποσό — αναίμακτος — άκωπος — πτυαλίνη — ξαναλέω — συμποσούμαι — μαρμιτόνι — φοίτηση — μονομαχώ — κύρις — ψόφος — αναρρουφητό — ποντικομαμή — πρήσκω — πυροβολοστοιχία — έδειρα — αμετάγραπτος |
|||