|
ο клык #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово клык? — κυνόδοντας как с (ново)греческого переводится слово κυνόδοντας? — клык — διαφέντευμα — ξεσηκώνω — ψυχρός — ρεμβαστής — εμπειρία — αγρίεμα — ψυχοθεραπευτικός — βιασμός — υπαινικτικός — τόνωση — ριζοσπαστισμός — πολυτεκνία — Σλοβάκος — πρωτοστατώ — ανετή — γνώμονας — ρόδαξ — μεσοστράτι — κύρτωση — επίσχεσις — αντίκοψη |
|||