|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово λιανέμπορος? — — προσγείωση — ελληνότροπος — κυριευμένος — εξαίρετος — εκσκαπτικός — Νεκτάριος — ταχυδρόμηση — ξενοκίνητος — φυλάσσω — υποθυρεοειδισμός — ψυχόπονος — αερικό — αποπαίδι — ρητινοφόρος — παραλία — χαιρετώ — τοιχωρυχος — βουλωτήρι — βασιλοκόλαξ — ειωθ|ός — μικροκεφαλία |
|||