Новогреческий словарь
λιανέμπορος
λιανέμπορος
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
λιανέμπορος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
εξομαλυντικός
—
αξέσπαστος
—
νεραϊδόπαρμα
—
ποικιλοτρόπως
—
βηματοδρομία
—
κούμπωμα
—
βροντημός
—
λογχοειδής
—
αντέχω
—
μπαρουτάδικο
—
απειρομεγέθης
—
χωρομετρία
—
λινοβάμβακος
—
ο
—
θεοποιώ
—
επανεκδίδω
—
μελιτακιά
—
δικτυουλκός
—
γωνίωμα
—
λεμφοκυττάρωση
—
δεκάρι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω