|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово συγκινησιακός? — — πουλάδα — πλάϊ — ζαχάριασμα — οντογένεια — αντίκειμαι — βρόχειος — απαράγραφτος — συντέμνω — κάππαρις — εγχειρίζω — παιδιόθεν — αλογοτροφείο — ραβδισμός — ακούμπισμα — διαλεκτός — φιλάρπάγος — ξανανάβω — πληθύνω — σκυλοπνίχτης — τηκτός — ισοζυγιστής |
|||