συγκινησιακός

формы словаβ
συγκινησιακός



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово συγκινησιακός? —


πουλάδαπλάϊζαχάριασμαοντογένειααντίκειμαιβρόχειοςαπαράγραφτοςσυντέμνωκάππαριςεγχειρίζωπαιδιόθεναλογοτροφείοραβδισμόςακούμπισμαδιαλεκτόςφιλάρπάγοςξανανάβωπληθύνωσκυλοπνίχτηςτηκτόςισοζυγιστής




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit