|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πόλιτσμαν? — — ευδιάγνωστος — λευκοφόρα — ουρανογραφικός — αμαξάκι — εικοτολογία — ραγάδα — νομισματοδέκτης — στραγγαλίζομαι — αντιμιλώ — επαρχιωτόπουλο — ενατενίζω — ψευδός — διεκφυγή — βεγγαλέζικος — παραδώ — προεόρτια — κονταριά — διαβατός — ανακαθισμένος — ιχθυοφόρος — χοροδιδασκαλία |
|||