|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово χαλκευτήριο? — — επικουρνκός — τεμαχισμένος — συνομιλήτρια — ανδρογυνισμός — ρητινοσυλλέκτης — αναερόβιος — σύμμετρος — σουσαμωτός — μπερμπάντικος — ανθοστέφανος — αιμόστασια — εική — φροκαλώ — πετρελαιοφόρο — ατερμάτιστος — εκτύλωση — ασυμβίβαστος — αδιαντροπιά — αλμπαγάς — δοντόπονος — γερακομύτης |
|||