|
шлёпать (по воде) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шлёпать? — πλατσουλίζω как с (ново)греческого переводится слово πλατσουλίζω? — шлёпать — πλατεία — εσωτερικώς — προδικαστικός — καταπείθω — κερατιάτικος — κατασβεστικός — ξυλογράφος — αείφυλλος — θεματογραφία — ολόσωμος — κέρασμα — κουμπωτήρι — ανάκρεμος — καπνότοπος — μορτιτικός — εκτάριο — φυλλοβολή — λαρυγγοσκόπία — αφασικός — αγγελόμορφος — δακρυσμένος |
|||