|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово νοσηρά? — — εμετώδης — αναβλητέος — εξηνταβελόνης — φρενολογία — μακάρι — απάνθισμα — συγκινούμαι — στροφοδίνη — τρέμω — μύριοι — μεγαλύνω — τσιρλίζομαι — γραυς — Λιθουανός — σαλπιχτής — αιματοθεραπεία — πεντηκονταετής — βλαχοκάλυβο — αιγοτρόφος — δαφνών — παρασυμπαθητικός |
|||