|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово οινομαγειρείον? — — δανειομεσίτης — γλυκόνομα — ενδεκάγωνος — πυκνότης — φολλομαδώ — στεναγμός — γιαγλί — σαντάλι — μαραγκούδικος — συνασπίζω — επευφημώ — διαπλεκόμενος — κατρακύλημα — σακάτης — ομολογητής — κήπος — ανάκρουση — περιχαρακωμένος — στομώνω — σαλιάρα — κοσμογραφικός |
|||