|
(противо) пожарный; ~ή υπηρεσία — противопожарная служба; ~ή αντλία — пожарный насос; ~ σταθμός — пожарная часть; ~ό σώμα — пожарная команда #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пожарный? — πυροσβεστικός как с (ново)греческого переводится слово πυροσβεστικός? — пожарный — ακαταστάλαχτος — εργατοϋπάλληλος — μαθητεύομαι — ατρούπωτος — φιλεργατικός — τσιγγάνος — γιγαντομαχώ — αίστημα — όγκωμα — άχνα — σαλιγκαράκι — δροσά — κερδίζω — αγκαλώ — καταπονάω — μαγγανικός — προσύλληψη — γλυκοχαιρέτισμα — ευαγγελιστής — στραβωμένος — ζητιάνα |
|||