Новогреческий словарь
ξεροτρώγω
ξεροτρώγω
(αόρ. ξερόφαγα)
есть всухомятку
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
есть всухомятку
? —
ξεροτρώγω
как с
(ново)греческого
переводится слово
ξεροτρώγω
? — есть всухомятку
#
(ново)греческий словарь
—
φωτοφοβία
—
φανέλλα
—
πολτός
—
δυσκολοβάσταχτος
—
χειροδετώ
—
τρισκελής
—
χειροπόδαρα
—
ανάξεση
—
δυσκατόρθωτος
—
καλόδεχτος
—
πλάτανος
—
ανάργητος
—
φυσιγγιοθήκη
—
ψωράλογο
—
άσκαστος
—
παραστέγοσμα
—
παρασάνταλος
—
σάκχαρο
—
οκτακόσιοι
—
ματαίωση
—
μεταπλαστός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве