Новогреческий словарь
βρωμιάρικος
βρωμιάρικ|ος
грязный, запачканный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
грязный
? —
βρωμιάρικος
как на
(ново)греческом
будет слово
запачканный
? —
βρωμιάρικος
как с
(ново)греческого
переводится слово
βρωμιάρικος
? — грязный, запачканный
#
(ново)греческий словарь
—
παλαίστρια
—
γελασμένος
—
δερματολογία
—
στούντιο
—
ομφαλίς
—
τσίσια
—
ξεκοκκάλισμα
—
προορατικότης
—
καβουρδιστήρι
—
αποχαυνωτικός
—
στραβομουτσουνιάζω
—
τηλεφωνία
—
χλωμός
—
αριστερίζω
—
ηλεκτρισμός
—
χαλβαδοποιία
—
ταβλάς
—
εξημερώσιμος
—
αβουτύριαστος
—
σκληροκαρδος
—
ανθυπομειδιώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω