|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κοκαλώνω? — — γραμμίστρια — δυσκίνητος — έφορος — γελάω — εξηναγκασμένος — σάγουλα — λεηλατημένος — διπλότυπος — παροργίζω — νεοσσός — αναπτερογίζω — σιγουριά — τυχοδιωκτικός — αρίθμημα — μαντέμι — επιπεδοσφαιρικός — οινοπνευματοπώλης — ακαλαισθησία — περισφίγγω — μετόχι — νεοναζί |
|||