κοκαλώνω

формы словаβ
κοκαλώνω



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово κοκαλώνω? —


γραμμίστριαδυσκίνητοςέφοροςγελάωεξηναγκασμένοςσάγουλαλεηλατημένοςδιπλότυποςπαροργίζωνεοσσόςαναπτερογίζωσιγουριάτυχοδιωκτικόςαρίθμημαμαντέμιεπιπεδοσφαιρικόςοινοπνευματοπώληςακαλαισθησίαπερισφίγγωμετόχινεοναζί




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit