Новогреческий словарь
αφροδίσιος
αφροδίσι|ος
1)
половой
;
2)
венерический
;
~α νοσήματα — венерические болезни
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
половой
? —
αφροδίσιος
как на
(ново)греческом
будет слово
венерический
? —
αφροδίσιος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αφροδίσιος
? — половой, венерический
#
(ново)греческий словарь
—
θερμοκρασία
—
εμπαθώς
—
αφανόζωα
—
τσιγαράς
—
σκληραγώγηση
—
ασπρομάλλης
—
συνταξιοδότηση
—
διισχυρισμός
—
ψηκτροποιείο
—
ψευτίζω
—
νάρθηκας
—
θερμοσυσσωρευτής
—
αλαζόνευμα
—
ομοιομορφία
—
γαλβανοτεχνία
—
διάνοια
—
αντίρροπος
—
παλληκαριά
—
γεροφλεμής
—
ένδυση
—
σκασίλα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве