|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово λιθουανικά? — — κατήγορος — μωρουδάκι — προκληροδότημα — επιστημονικά — διάφεγγος — μοδάτος — μαστίχα — ελαχον — καμπίνα — βρογχιακός — πυριόβολος — τεϊοπότης — οσπριοφαγία — ενσφράγιστος — σεργιάνισμα — φούχτωμα — θερμογράφος — σαπωνοπωλείο — κατάχτηση — μπορντέλλο — ολοκληρώνομαι |
|||