|
: μέχρις ~... или έως ~... — до тех пор; αφ' ~... — с тех пор, как..., с того момента как... #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ότου? — — ενδοσκοπικός — χωρονομία — αναλωτικός — καταρράχτης — μή μου άπτου — βαναυσουργω — εγκέντριση — δάχτυλας — συμπορεύομαι — ελαφήσιος — Αμμώνειο — τσαϊέρα — λονδρέζικος — μειονοτικός — ορφανός — χαζίρι — νταντά — γαϊτανάς — ελατήσιος — υπερπηδώ — πρόσθεση |
|||