|
малайский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово малайский? — μαλαϊκός как с (ново)греческого переводится слово μαλαϊκός? — малайский — αποθεματικό — αναστηλώνομαι — εναγής — καλοκάθομαι — μονοσάνδαλος — πεθυμιά — πενταμελής — τροχείον — ξεκινάω — εγγραφή — ρωδιά — αρχικάλπισσα — αντίδοτο — αναδετός — στρείδι — κακκάρισμα — προπαγανδισμός — κοβάλτιο — κόκκος — χάμουργας — σχισματιά |
|||