|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αιμάτωση? — — δεκαεφτά — αλωνίζω — πανουκλιάζω — ευεργέτισσα — βιζαβί — γουρουνότριχος — ρελιάζω — πασάρω — φαινόλη — ακρόστροφος — δωδεκαπλάσιος — γυάρδα — πράσινο — σταφύλι — ρητίνη — προεσκεμμένος — ακαματεύω — κελαϊδοπουλί — αρτοβιομηχανία — παιδαγώγησις — καλοκαιριάζει |
|||