Новогреческий словарь
κατάκλιση
κατάκλιση
η 1)
лежание
;
2) мор.
крен
(судна)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
лежание
? —
κατάκλιση
как на
(ново)греческом
будет слово
крен
? —
κατάκλιση
как с
(ново)греческого
переводится слово
κατάκλιση
? — лежание, крен
#
(ново)греческий словарь
—
μακριάθε
—
βουνάκι
—
επισημασμένος
—
εκπονώ
—
αρχιπέλαγος
—
καλτσοποιία
—
αδέλφωση
—
πολλαπλασιαστής
—
αντιπροπαρασκευή
—
απασπάτευτος
—
ακριτολογώ
—
πλουμίδι
—
ελάχιστα
—
αλάθευτος
—
αερόμετρο
—
λιμεναρχείο
—
ξεκαλοκαίριασμα
—
αγελαίος
—
επιγίγνομοι
—
εντολοδόχος
—
μιλω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве