|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово υπερασπιστικός? — — ωμόλινον — αρχοντικο — ανθοκάνιστρο — απροφύλακτος — μοναδιαίος — συνύπαρξη — σφερδούλακας — ασυμβίβαστο — τεϊοποσία — πλουτοφόρος — κτηριακός — κολλαρίζω — σαρξ — οικονομία — δωρητήριο — κρυσταλλωτικός — λυκάκι — φιλοθηρία — λαϊκίστικα — μικροβισμός — φίλδισι |
|||