|
обрызгивать, брызгать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово обрызгивать? — πιτσιλίζω как на (ново)греческом будет слово брызгать? — πιτσιλίζω как с (ново)греческого переводится слово πιτσιλίζω? — обрызгивать, брызгать — κόμμωση — άδετος — ατύλιχτος — αμπελουρίδα — αρκούδι — κομματιάζομαι — μαρασμός — ματαρχίζω — αναξιοπρεπής — πιέτα — γειτνίαση — πετρελαιοειδή — τζιτζιφιόγκος — τρυπητήρας — γεωπονικός — αιφνιδιαστικά — μετά — κατακλυσμός — ενδελέχεια — σπιτονοικοκυρά — ξεστηθώνομαι |
|||